φιλοθέωρος

φιλοθέωρος
φιλοθέωρος
sightseer
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλοθέωρος — ον, Α 1. φιλοθεάμων 2. αυτός που τού αρέσει να βλέπει κάτι («φιλοθεώρους τῶν καλῶν ἔργων καὶ μεγάλων», Διον. Αλ.) 3. αυτός που τού αρέσει να θεάται, να παρατηρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεωρός «θεατής, παρατηρητής» (πρβλ. ἀρχι θέωρος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλοθέωρον — φιλοθέωρος sightseer masc/fem acc sg φιλοθέωρος sightseer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοθεώροις — φιλοθέωρος sightseer masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοθεώρους — φιλοθέωρος sightseer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοθεώρῳ — φιλοθέωρος sightseer masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοθεωρώ — έω, Α [φιλοθέωρος] μού αρέσει η παρατήρηση τών πραγμάτων, θέλω να βλέπω και να παρατηρώ («ὅσα ἄλλα συμπτώματα δύναται ἐπινοεῑσθαι ὑπὸ τῶν κατὰ τὸ φιλοθεωρεῑν συντεινόντων ἑαυτούς», Ιάμβλ.) …   Dictionary of Greek

  • ՏԵՍԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0868 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. φιλοθέωρος visendarum rerum cupidus, spectaculis gaudens. Սիրօղ տեսութեան, եւ տեսական կենաց, եւ անարժան տեսարանաց. *Ոգւոյ տեսասիրի եւ աստուածասիրի: Գործ տեսասիրին. Փիլ. լին. ՟Դ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”